Η μετάδοση γίνεται με τη σεξουαλική επαφή. Μικροεκδορές στην επιφάνεια του δέρματος επιτρέπουν στον ιό να ενοφθαλμιστεί και να πολλαπλασιαστεί είτε στη γεννητική περιοχή είτε στη στοματική κοιλότητα. Κατά τον τοκετό η μητέρα με HPV λοίμωξη τη μεταδίδει στο νεογνό. Σε μερικές περιπτώσεις γίνεται μετάδοση από μη γεννητικές μυρμηγκιές των δακτύλων στη γεννητική χώρα οπότε προκαλούνται κονδυλώμτα μια οφείλονται στον ίδιο ιό.
Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν υποκλινική λοίμωξη δηλαδή είναι ασυμπτωματικοί. Ποσοστό 1% εμφανίζει εξωτερικά κονδυλώματα. Η λοίμωξη από HPV έχει ψυχοσεξουαλικές επιπτώσεις προκαλώντας συναισθήματα άγχους, κατάθλιψης και χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Όλοι οι τύποι του ιού HPV χαμηλού και υψηλού κινδύνου προκαλούν κονδυλώματα. Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η λοίμωξη παραμένει δια βίου σε λανθάνουσα κατάσταση. Η πτώση της άμυνας του οργανισμού οδηγεί σε νέα υποτροπή αυξάνοντας την πιθανότητα μετάδοσής τους.
Ο χρόνος επώασης είναι από εβδομάδες έως αρκετά χρόνια. Συνήθως οι βλάβες είναι ασυμπτωματικές . Μερικές φορές μπορεί να εμφανιστούν κνησμός, καύσος, αιμορραγία ή δυσπαρεύνια.
Υπάρχουν τέσσερις τύποι κονδυλωμάτων. Μικρά βλατιδώδη, ανθοκραμβοειδή, υπερκερατωσικά και επίπεδα. Οι βλάβες είναι στο χρώμα του δέρματος, ρόδινες, ερυθρές ή καστανές, μονήρης ή διάσπαρτες. Σε ανοσοκαταστολή οι βλάβες μπορεί να είναι τεράστιες.
Οι θέσεις που εμφανίζονται είναι όλη η γεννητική περιοχή σε άνδρες και γυναίκες , η περιοχή του πρωκτού και σπάνια ο λάρυγγας.
Η διάγνωση γίνεται κλινικά με την εντόπισή τους στο δέρμα, με το γνωστό PAP test για τον εντοπισμό τους στον τράχηλο της μήτρας και με ιστολογική εξέταση. Δεν υπάρχει ορολογικός έλεγχος για την ανεύρεση των κονδυλωμάτων, ωστόσο σε ασθενείς με κονδυλώματα πρέπει να γίνεται έλεγχος ώστε να αποκλειστούν άλλα αφροδίσια νοσήματα.
Ο HPV είναι ιδιαίτερα λοιμογόνος ιός. Μετά από χρόνο επώασης 3 εβδομάδες έως 8 μήνες μετά τη μόλυνση εμφανίζονται τα κονδυλώμτα. Αυτόματη υποστροφή συμβαίνει σε ποσοστό 10%-30% των ασθενών και συνδέεται με ικανή ανοσολογική απάντηση. Μετά την υποστροφή η λοίμωξη μπορεί να είναι υποκλινική εφ όρου ζωής. Υποτροπή μπορεί να συμβεί τόσο σε υγιείς όσο σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς.
Τα κονδυλώματα υποτροπιάζουν ακόμα και μετά από θεραπεία. Αν αφεθούν χωρίς θεραπεία μπορεί να υποχωρήσουν από μόνα τους ή να μεγαλώσουν σε μέγεθος και αριθμό. Η μεγαλύτερη προσοχή σε ότι αφορά τις HPV λοιμώξεις είναι η ογκογονηκότητα που έχουν κάποια στελέχη του ιού. Είναι καλό να γίνεται πάντα PCR εξέταση για την ανεύρεση των στελεχών του ιού και PAP test μαζί με PCR για τον ίδιο λόγο.
Η χρήση του προφυλακτικού μειώνει τη μετάδοση σε μη μολυσμένους σεξουαλικούς συντρόφους.
Με τη θεραπεία γίνεται αφαίρεση εξωτερικά των κονδυλωμάτων αλλά όχι εκρίζωση του ιού. Η αφαίρεση γίνεται όχι μόνο για αισθητικούς λόγους αλλά και για πρόληψη μετάδοσης και διασποράς του ιού , για ανακούφιση των συμπτωμάτων και για ενίσχυση της αυτοεκτίμησης. Στις υποκλινικές βλάβες της HPV λοίμωξης δεν υπάρχει ειδική θεραπεία. Σε βλάβες που έχουν θεραπευτεί μπορεί να χορηγηθεί τοπικά κρέμα με imiquimod 5% για πρόληψη των υποτροπών.
Οι θεραπεία για τα κονδυλώματα μπορεί να είναι τοπική από τον ασθενή που εφαρμόζεται στο σπίτι όπως οι κρέμες με imiquimod 5% ή ποδοφυλλίνη, και επεμβατικές που γίνονται από τον ιατρό. Αυτές αποσκοπούν στην άμεση καταστροφή των βλαβών με κρυοθεραπεία, διάλυμα τριχλωροξικού οξέως,, χειρουργική αφαίρεση, διαθερμία και κυρίως Laser CO2. Η εντόπιση των κονδυλωμάτων στον κόλπο, στη μήτρα και στο ορθό χρειάζεται θεραπεία από τις αντίστοιχες ιατρικές ειδικότητες της γυναικολογίας και της γαστρεντερολογίας.
Μετά τη θεραπεία χρειάζεται παρακολούθηση για τυχόν υποτροπές της λοίμωξης. Το κάπνισμα και το stress είναι σημαντικοί παράγοντες ανοσοκαταστολής που βοηθούν τις υποτροπές των κονδυλωμάτων.