Ο δείκτης προστασίας (SPF) μας δείχνει πόσες φορές μας προστατεύει το αντηλιακό από ότι αν δεν φορούσαμε αντηλιακό. . Ο δείκτης αυτός προσδιορίζει τον χρόνο που μπορεί κάποιος να αντέξει τον ήλιο χωρίς να καεί. π.χ όταν ένα άτομο χρησιμοποιεί ένα αντηλιακό με δείκτη προστασίας 20 σημαίνει ότι το καλύπτει είκοσι φορές περισσότερο από ότι αν δεν φορούσε αντηλιακό.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι προστασία 100% δεν υπάρχει μόνο με τη χρήση ενός αντηλιακού. Τον δείκτη προστασίας τον επιλέγουμε ανάλογα με το φωτότυπο, δηλαδή το χρώμα του δέρματος, και την εποχή, αν έχουμε καλοκαίρι ή χειμώνα. Τα ανοιχτά δέρματα έχουν ανάγκη από μεγαλύτερη προστασία γι αυτό χρειάζονται μεγάλο δείκτη ενώ τα σκούρα δέρματα μπορούν να χρησιμοποιούν πιο χαμηλούς δείκτες. Επίσης το χειμώνα δεν χρειαζόμαστε τόσο μεγάλη προστασία όσο το καλοκαίρι.
Το αντηλιακό πρέπει να έχει τις εξής ιδιότητες. Να είναι: σταθερό στο φως, ουδέτερο, μη λιπαρό, μη ερεθιστικό, μη απολυπαντικό, μη ξηρό, άοσμο, αποτελεσματικό, να κρατά 50% νερό, να μην αλληλεπιδρά με άλλα χημικά, να έχει μακρά διάρκεια δράσης και αόριστο χρόνο λήξης. . Δηλαδή το φίλτρο πρέπει να είναι φωτοσταθερό και να μην εκφυλίζεται στο φως, να μη φεύγει με τον ιδρώτα και με το θαλάσσιο νερό.
Τα αντιηλιακά επιλέγονται αναλόγως με το σημείο όπου θα χρησιμοποιηθούν και την ποιότητα του δέρματος.
Στο πρόσωπο είναι κατάλληλα αυτά με λεπτόρρευστη υφή για το λιπαρό δέρμα και αυτά με υφή κρέμας για το ξηρό δέρμα.
Στο σώμα εφαρμόζονται καλύτερα μορφές, λοσιόν, γέλες (ζελέ), αφρός ή κρέμες αλκοολούχες ή ελαιώδης ανάλογα με την ποιότητα του δέρματος.
Σε ευαίσθητες περιοχές, όπως η μύτη, γύρω από τα μάτια, τα χείλη, χρησιμοποιούνται αντηλιακά με μορφή στικ.
Είναι σημαντική η συμβουλή του ειδικού για την επιλογή του κατάλληλου αντηλιακού.
Το συνιστώμενο πάχος στρώσης του αντιηλιακού για να εξασφαλίσουμε την καλύτερη προστασία είναι ποσότητα ίση με 2mg/cm ή 22μ L/cm. Δηλαδή μισό κουταλάκι του γλυκού σε ένα τετραγωνικό εκατοστό δέρματος, ποσότητα που είναι σχετικά μεγάλη. Από μια σειρά ερευνών έχει βγει το συμπέρασμα ότι τελικά χρησιμοποιείται το ένα τέταρτο περίπου από αυτή την ιδανική δόση για επάλειψη του δέρματος γεγονός που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας μια και τελικά δεν προστατευόμαστε όσο χρειάζεται. . Ο σωστός τρόπος χρήσης του είναι σε στεγνό δέρμα μισή ώρα προτού βγούμε στον ήλιο και να ανανεώνεται κάθε δύο – τρεις ώρες. Ας είμαστε λοιπόν πιο προσεχτικοί στη χρήση του αντηλιακού που αγοράζουμε και να μην κάνουμε οικονομία στην ποσότητα που εφαρμόζουμε γιατί έτσι κάνουμε οι ίδιοι έκπτωση στην προστασία της υγείας μας.
Τα αντηλιακά είναι ουσίες που εμποδίζουν τη διείσδυση των υπεριωδών ακτινών και αποτρέπου ή ελαχιστοποιούν τις βλαπτικές συνέπειες των ακτινών αυτών στο δέρμα. Ανάλογα με τη χημική του δομή διακρίνονται σε χημικά ή οργανικά και σε φυσικά ή ανόργανα. Τα φυσικά αντηλιακά περιέχουν οξείδιο του ψευδαργύρου και διοξείδιο του τιτανίου και δημιουργούν ένα παχύ αντιαισθητικό λευκό στρώμα στο δέρμα. Προφυλάσσουν κυρίως από την Β ακτινοβολία και είναι ιδανικά για παιδιά και για ασθενείς με φωτοδερματοπάθειες. Τα χημικά αντηλιακά είναι άχρωμα και έχουν συχνά ωραίο άρωμα. Προστατεύουν και από τις δύο ακτινοβολίες Α και Β. Όλα τα αντηλιακά ή φωτοπροστατευτικά, περιέχουν φίλτρα τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από μόρια τα οποία είτε απορροφούν είτε αντανακλούν ή διαχέουν την ηλιακή ακτινοβολία: το UVB (το υπεριώδες φως μακρού μήκους κύματος που προκαλεί το έγκαυμα) και το UVA (υπεριώδες φως βραχέος μήκους κύματος που προκαλεί ρυτίδες και καρκίνο) και προστατεύουν το δέρμα από άμεσες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως είναι το ηλιακό έγκαυμα, ή τις όψιμες, όπως είναι η φωτογήρανση, η φωτοκαρκινογένεση κλπ
Η προστασία των αντιηλιακών, εφόσον πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι ουσιαστική, δεδομένου ότι τα δερματικά προβλήματα που προκαλεί η ακτινοβολία είναι ποικίλα και μερικά από αυτά πολύ σοβαρά. Ξεκινούν από το ερύθημα και φθάνουν στην στην ελάστωση (ρυτίδες) του κυρίως δέρματος, στον καρκίνο του δέρματος, στη φαρμακευτική φωτοευαισθησία, στην επιδείνωση ορισμένων δερματοπαθειών. Όπως είπαμε παραπάνω ο δείκτης προστασίας καλύπτει από 2 έως 30 ή 50 φορές περισσότερο αλλά όχι 100 φορές περισσότερο. Η θεωρία για το χρόνο παραμονής στον ήλιο χωρίς να υποστεί το δέρμα έγκαυμα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το είδος του αντηλιακού, οι ιδιότητές του, η ώρα της μέρας, η εποχή, ο φωτότυπος. Άρα τα αντηλιακά προστατεύουν ανάλογα με το δείκτη τους και για λίγη ώρα. Από δέκα λεπτά έως και έξι ώρες περίπου ανάλογα πάντα με όλους τους παράγοντες που προαναφέραμε.
Οι μελλοντικές στρατηγικές προστασίας όμως εστιάζουν ιδιαίτερα στη χρήση των αντιηλιακών ρούχων. Αποτελούν ειδική κατηγορία ένδυσης και έχουν υποστεί ειδική κατεργασία ώστε να μπλοκάρουν τόσο την Α όσο και τη Β ακτινοβολία, παρέχοντας αποτελεσματική και μέγιστη προστασία στον καταναλωτή από τη βλαβερή επίδραση της UV.
Το 1998 επιστημονική ομάδα έδειξε ότι η προστασία που παρέχει ένα απλό ανοιχτόχρωμο μπλουζάκι αντιστοιχεί σε δείκτη προστασίας 10. Βασιζόμενοι σε εργαστηριακές μετρήσεις για τη διαπερατότητα της UV διακεκριμένοι επιστήμονες (οι Ravishankan and Diffey) κατέληξαν ότι η προστασία που προσφέρουν τα ρούχα εξαρτάται από το είδος της ίνας καθώς επίσης το χρώμα και την περιεκτικότητα σε υγρασία.Η μέτρηση της προστασίας γίνεται σύμφωνα με το δείκτη UPF (Ultraviolet Protective Factor). O δείκτης αυτός εκφράζει το λόγο του ερυθήματος (κοκκινίλας) που εμφανίζεται χωρίς την προστασία των ρούχων με το ερύθημα που προκύπτει με τη χρήση των αντιηλιακών ρούχων. Σύμφωνα με αυτό το δείκτη η προστασία διακρίνεται σε καλή (UPF 15-24), πολύ καλή (UPF 25-39) και άριστη (UPF >40). Τα κριτήρια ελέγχου των αντιηλιακών ρούχων έχουν οριστεί από το ίδρυμα καρκίνου του δέρματος (skin cancer foundation). Το ενεργό συστατικό με το οποίο έχουν υποστεί κατεργασία οι ίνες των αντιηλιακών ρούχων ονομάζεται TINOSORB FD. Το TINOSORB FD έχει αποδειχτεί ότι αποτελεί εξαιρετικό φίλτρο τόσο για την Α όσο και για τη Β ακτινοβολία.
Τα αντιηλιακά ρούχα μπορούν να αποτελέσουν μια σίγουρη και ουσιαστική λύση στην προστασία από τη βλαβερή ακτινοβολία σε συνδιασμό με ένα καλό αντιηλιακό, γυαλιά και καπέλο και ομπρέλα!
Το μέλασμα ή πανάδες είναι ανοιχτές ή σκούρες καστανές κηλίδες που εμφανίζονται στις εκτεθειμένες περιοχές του προσώπου και οφείλονται κυρίως στο ηλιακό φως. Μπορεί επίσης να εμφανιστούν μετά από εγκυμοσύνη, λήψη αντισυλληπτικών και ορισμένων φαρμάκων. Στις πανάδες υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός μελανοσωμάτων που περιέχουν μελανίνη. Η μελανίνη απορροφά την ακτινοβολία με αποτέλεσμα το δέρμα να φαίνεται πιο σκούρο στα σημεία του μελάσματος διότι με την απορρόφηση της ακτινιβολίας αυξάνεται το μέγεθος των μελανοκυττάρων. Άρα το δέρμα που εμφανίζει πανάδες χρειάζεται μεγαλύτερη προστασία από τον ήλιο καθώς και ειδική περιποίηση στο σπίτι χειμώνα και καλοκαίρι για έλεγχο των μελανοκυττάρων ώστε να μην επιδεινωθεί τους καλοκαιρινούς μήνες. Τα άτομα τώρα που δεν έχουν πανάδες είναι καλό να προσέχουν επίσης γιατί η ηλιακή ακτινοβολία είναι η πιο σημαντική αιτία εμφάνισής τους.